- ἑτέρωσε
- ἑτέρωσεto the other sideindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετέρωσε — ἑτέρωσε (ΑΜ) επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς αρχ. 1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ ἑτέρωσε καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἑτέρωσ' — ἑτέρωσε , ἑτέρωσε to the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek